-
1 συνεφέλκω
A draw after or along with one, Pl.Phd. 80e, Ep. 335b, Arist. de An. 406b21:—[voice] Pass., to be drawn on together, Id.Ph. 244a11;τῇ τοῦ ὅλου περιφορᾴ Id.Mete. 341a2
; to be drawn up also, Id.Pr. 949a16, Thphr.CP4.13.5:—[voice] Med., much like [voice] Act., Hp.Mul.1.68, Phld. Mus.p.62 K., Ph.2.61, al., Plu.2.529c, Aret.SD1.13, Eun.VSp.498B [suff] συνεφ-έπομαι, [tense] aor. - εφεσπόμην, [dialect] Ion. - επεσπόμην, poet. imper.συνεπίσπεο Lyr.Alex.Adesp.20.2
:— follow together, Hdt.9.102, X.Cyr. 6.4.10, Pl.Lg. 701a, etc.; τινι with one, X.An.4.8.18, etc.: metaph.,σ. τῷ λόγῳ Pl.Sph. 254c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεφέλκω
См. также в других словарях:
περιφορά — (Αστρον.). Κίνηση που ένα ουράνιο σώμα εκτελεί γύρω από ένα κεντρικό άστρο, διαγράφοντας μια κλειστή τροχιά, σε ορισμένο χρονικό διάστημα. Στο ηλιακό μας σύστημα, εκτός από τις π. των πλανητών. και των κομητών γύρω από τον Ήλιο, έχουμε και τις π … Dictionary of Greek
τροχιά — Η κλειστή διαδρομή που εκτελεί ένα σώμα όταν κινείται γύρω από ένα ή περισσότερα σώματα. Ο όρος τ. χρησιμοποιείται συνήθως στην αστρονομία και αναφέρεται στην κίνηση που εκτελούν οι πλανήτες και οι κομήτες γύρω από τον Ήλιο ή οι δορυφόροι,… … Dictionary of Greek
Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek